- Ἰλιοπόρος
- Ἰλιοπόροςfaring to Iliummasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιλιοπόρος — Ἰλιοπόρος, ὁ (Α) αυτός που ταξιδεύει στο Ίλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴλιον + πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος, οδοι πόρος] … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek